- μπιραριέρης
- ο, θηλ. μπιραριέρα και μπιραριέρισσαιδιοκτήτης ή υπάλληλος μπιραρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπιραρία + κατάλ. -ιέρης (πρβλ. γκαραζ-ιέρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπιραριέρης — ο ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής της μπιραρίας, ο ζυθοπώλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… … Dictionary of Greek